- τηλεσκοπικός
- -ή, -ό, Ναστρον.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο τηλεσκόπιο («τηλεσκοπικός φακός»)2. αυτός που γίνεται με τηλεσκόπιο («τηλεσκοπικές παρατηρήσεις»)3. (για ουράνιο σώμα) ο ορατός μόνο με τηλεσκόπιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < τηλεσκόπιο. Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Σπ. Ζαμπέλιο].
Dictionary of Greek. 2013.